- ελαιοδοχείο
- τοδοχείο όπου τοποθετείται ειδικά λάδι, δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαιοδοχείο — το δοχείο για λάδι, λαδικό, λαδιέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
αρύβαλλος — Πήλινο αγγείο, που το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές της αρχαίας Ελλάδας, για να βάζουν το λάδι που τους ήταν απαραίτητο στην παλαίστρα. Από τις αγγειογραφίες γνωρίζουμε ότι το κρεμούσαν με κορδόνι από τον καρπό. Στην επιφάνειά του είχε παραστάσεις.… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… … Dictionary of Greek
κολοκυνθαρύταινα — κολοκυνθαρύταινα, ἡ (Α) αγγείο για μετάγγιση ύδατος κατασκευασμένο από κολοκύθα, η νεροκολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + ἀρύταινα «ελαιοδοχείο»] … Dictionary of Greek
λαδοκούμαρο — το 1. κουμάρι τού λαδιού, πήλινο ελαιοδοχείο μικρής χωρητικότητας 2. μτφ. πονηρός και συκοφάντης άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + κουμάρι «πήλινο δοχείο»] … Dictionary of Greek
ροΐ — και ρογί, το / ῥογίον, ΝΜ [ῥέω] ελαιοδοχείο με ράμφος … Dictionary of Greek
λαδερό — το το ελαιοδοχείο, το λαδωτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαδικό — το 1. ελαιοδοχείο, λαδερό. 2. μτφ., κουτσομπόλα και πανούργα γριά: Μάλωσε μ’ ένα λαδικό γιατί την κακολογούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)